ανακόλληση

ανακόλληση
[-ις (-εως)] η
1) склеивание; наклеивание; 2) паяние, пайка; 3) сварка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανακόλληση" в других словарях:

  • ανακόλληση — η (Α ἀνακόλλησις) [ἀνακολλῶ] το να ανακολλά κανείς, κόλλημα, ξανακόλλημα …   Dictionary of Greek

  • ανακολλητικός — ή, ό (Α ἀνακολλητικός) [ἀνακολλῶ] ο πρόσφορος, ο κατάλληλος για ανακόλληση …   Dictionary of Greek

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • ανακόλλι — το [ανακολλώ] 1. αυτό, με το οποίο γίνεται η ανακόλληση* 2. ανακόλλημα, έμπλαστρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»